διοπτρικῶν

διοπτρικῶν
διοπτρικός
of
fem gen pl
διοπτρικός
of
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμετρωπία — Ανώμαλη διαθλαστική ικανότητα του ματιού, στην οποία οι φωτεινές ακτίνες δεν συμπίπτουν πάνω στον αμφιβληστροειδή χιτώνα για να σχηματίσουν ξεκάθαρα το είδωλο των αντικειμένων. Διακρίνονται τρεις μορφές α.: η μυωπία, στην οποία το είδωλο… …   Dictionary of Greek

  • αστιγματισμός — Αλλοίωση της φυσιολογικής διάθλασης των διοπτρικών μέσων του ματιού, που οφείλεται σε ανώμαλη καμπυλότητα μιας διαθλαστικής επιφάνειας του κερατοειδούς ή του φακού. Ο α. παρουσιάζεται πολύ συχνά και μεταβιβάζεται κληρονομικά. Συνήθως παρατηρείται …   Dictionary of Greek

  • συνταυτιστής — ο, Ν [συνταυτίζω] φρ. «συνταυτιστής οπτικομηχανικής» φυσ. οπτικό όργανο για τη δημιουργία τεχνητού στόχου σε άπειρη απόσταση, δηλαδή δέσμης παράλληλων ακτίνων φωτός, που χρησιμοποιείται για τον έλεγχο και τη ρύθμιση ορισμένων διοπτρικών οργάνων …   Dictionary of Greek

  • τηλεσκόπιο — Οπτικό όργανο, κατάλληλο για να παρατηρούμε μακρινά αντικείμενα, αυτόφωτα ή ετερόφωτα, τα οποία, επειδή βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση, δεν φαίνονται ή διακρίνονται ασαφώς με γυμνό μάτι. Κυρίως το τ. χρησιμοποιείται στην αστρονομία για την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”